Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Benefactor
01
ευεργέτης, προστάτης
a person who gives money or support to help others
Παραδείγματα
The charity thanked its generous benefactor at the annual gala.
Η φιλανθρωπική οργάνωση ευχαρίστησε τον γενναιόδωρο ευεργέτη της στην ετήσια γκαλά.
She was grateful for the benefactor who funded her scholarship.
Είχε ευγνωμοσύνη για τον ευεργέτη που χρηματοδότησε τη υποτροφία της.
Λεξικό Δέντρο
benefactor
benefact



























