LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Squawk
/skwˈɔːk/
/ˈskwɔk/
Verb (2)
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "squawk"
to squawk
ΡΉΜΑ
01
to make a harsh sudden scream
02
complain
Squawk
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a harsh sudden scream
02
informal terms for objecting
Παράδειγμα
The
flock
of
seagulls
squawked
and
screeched
as
they
fought
over
scraps
of
food
along
the
shoreline
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App