Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Squawker
01
μεγάφωνο, διασυνομιητής
the loudspeaker on an intercom or public address system
02
γκρινιάρης, κλαψιάρης
a person given to excessive complaints and crying and whining
Λεξικό Δέντρο
squawker
squawk
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μεγάφωνο, διασυνομιητής
γκρινιάρης, κλαψιάρης
Λεξικό Δέντρο