Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Squatter
01
καταληψίας, παράνομος κάτοικος
someone who occupies an empty building or land illegally
Παραδείγματα
The authorities evicted the squatter who had been living in the abandoned warehouse for months.
Οι αρχές έδιωξαν τον καταληψία που ζούσε στην εγκαταλελειμμένη αποθήκη για μήνες.
The squatter claimed the land had been unused for years and argued for legal rights to stay.
Ο καταληψίας ισχυρίστηκε ότι η γη δεν είχε χρησιμοποιηθεί για χρόνια και υποστήριξε νόμιμα δικαιώματα να μείνει.
02
παράνομος κάτοικος, σκουότερ
someone who settles lawfully on government land with the intent to acquire title to it
Λεξικό Δέντρο
squatter
squat



























