Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sporadic
01
σποραδικός, περιστασιακός
occurring from time to time, in an irregular manner
Παραδείγματα
The sporadic rainfall throughout the day led to unpredictable weather conditions.
Οι σποραδικές βροχοπτώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας οδήγησαν σε απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες.
Sporadic outbreaks of violence have been reported in the region.
Έχουν αναφερθεί sporadic εκρήξεις βίας στην περιοχή.



























