Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Snug
01
ζεστή γωνιά, μικρό απομονωμένο δωμάτιο
a small secluded room
snug
01
άνετος, ζεστός
enjoying or affording comforting warmth and shelter especially in a small space
02
άνετος, καλά προστατευμένος
offering safety; well protected or concealed
03
σφιχτός, άνετος
having a close and comfortable fit, often tight but cozy and secure
Παραδείγματα
The sweater was snug around her shoulders, keeping her warm on a chilly day.
Το πουλόβερ ήταν σφιχτό γύρω από τους ώμους της, κρατώντας τη ζεστή σε μια κρύα μέρα.
His shoes fit snug, providing excellent support for his long runs.
Τα παπούτσια του ταιριάζουν άνετα και σφιχτά, προσφέροντας εξαιρετική υποστήριξη για τους μακρινούς δρόμους του.
04
καλά και σφιχτά κατασκευασμένο, στενά κατασκευασμένο
well and tightly constructed
Λεξικό Δέντρο
snuggery
snug



























