Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Snuff
01
ρουφηξιά, αίσθηση της όσφρησης
sensing an odor by inhaling through the nose
02
καπνός για ρουφηξιμο, κονιοποιημένος καπνός
finely powdered tobacco for sniffing up the nose
03
μια πρέζα καπνού για εισπνοή, μια δόση καπνού για εισπνοή
a pinch of smokeless tobacco inhaled at a single time
04
καπνισμένα φιτίλια, καμμένο τμήμα του φιτιλιού
the charred portion of a candlewick
to snuff
01
εισπνέω από τη μύτη, μυρίζω
inhale (something) through the nose
02
μυρίζω, ρουφώ τη μύτη
sniff or smell inquiringly
snuff
01
χρώμα πούδρου, γκριζωπό έως κιτρινωπό καφέ
snuff colored; of a greyish to yellowish brown



























