Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skepticism
01
σκεπτικισμός
a doubting or questioning attitude towards ideas, beliefs, or claims that are generally accepted
Παραδείγματα
Her skepticism about the new diet fad led her to research its effectiveness before trying it.
Ο σκεπτικισμός της για τη νέα δίαιτα μόδα την οδήγησε να ερευνήσει την αποτελεσματικότητά της πριν τη δοκιμάσει.
The scientist 's skepticism prompted him to conduct further experiments to verify the results.
Ο σκεπτικισμός του επιστήμονα τον ώθησε να πραγματοποιήσει περαιτέρω πειράματα για να επαληθεύσει τα αποτελέσματα.
02
σκεπτικισμός
the philosophical theory that certain knowledge is unattainable
Λεξικό Δέντρο
skepticism
skeptic



























