Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
singularly
01
μοναδικά, αξιοσημείωτα
in a way that is notably distinctive or unusually remarkable
Παραδείγματα
The flavor of the dish was singularly delightful and memorable.
Η γεύση του πιάτου ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και αξέχαστη.
His achievements in the field were singularly impressive.
Τα επιτεύγματά του στον τομέα ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά.
Λεξικό Δέντρο
singularly
singular
single



























