Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
silly
01
ανόητος, αστείος
showing a lack of seriousness, often in a playful way
Παραδείγματα
She acted silly during the meeting, making everyone laugh.
Συμπεριφέρθηκε ανόητα κατά τη διάρκεια της συνάντησης, κάνοντας όλους να γελάσουν.
She was being silly when she wore mismatched shoes on purpose.
Ήταν ανόητη όταν φόρεσε σκόπιμα αταίριαστα παπούτσια.
02
ανόητος, ασήμαντος
lacking seriousness or importance
Παραδείγματα
Their silly debate over the best ice cream flavor was pointless.
Η ανόητη συζήτησή τους για την καλύτερη γεύση παγωτού ήταν άσκοπη.
It 's silly to focus on such trivial details.
Είναι ανόητο να επικεντρώνεσαι σε τόσο ασήμαντες λεπτομέρειες.
Silly
Παραδείγματα
" Do n't be such a silly, " she said with a smile.
"Μην είσαι τόσο ανόητος," είπε με ένα χαμόγελο.
He called her a silly for forgetting her keys again.
Την αποκάλεσε ανόητη επειδή ξέχασε ξανά τα κλειδιά της.
silly
Παραδείγματα
He jumped silly high during the celebration, acting like a child.
Πήδηξε ανόητα ψηλά κατά τη διάρκεια της γιορτής, συμπεριφερόμενος σαν παιδί.
She laughed silly loud, drawing attention from the entire room.
Γέλασε ανόητα δυνατά, τραβώντας την προσοχή όλου του δωματίου.
02
ανόητα, τρελά
in an absurd way, often characterized by foolishness or playful behavior
Παραδείγματα
He danced silly at the party, spinning around without a care.
Χόρεψε ανόητα στο πάρτι, γυρίζοντας χωρίς να νοιάζεται.
She laughed silly at the joke, even though it was n't that funny.
Γέλασε ανόητα με το αστείο, παρόλο που δεν ήταν τόσο αστείο.
Λεξικό Δέντρο
silliness
silly



























