Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shortage
01
έλλειψη, ανεπάρκεια
a lack of something needed, such as supplies, resources, or people
Παραδείγματα
The shortage of medical supplies during the pandemic highlighted the vulnerabilities in global supply chains.
Η έλλειψη ιατρικών προμηθειών κατά τη διάρκεια της πανδημίας τόνωσε τις ευπάθειες στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Farmers faced a shortage of workers during the harvest season, impacting crop yields and agricultural production.
Οι αγρότες αντιμετώπισαν έλλειψη εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, με επιπτώσεις στις αποδόσεις των καλλιεργειών και στη γεωργική παραγωγή.
02
έλλειψη, ανεπάρκεια
an acute insufficiency
Λεξικό Δέντρο
shortage
short



























