Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shortcoming
01
έλλειψη, ελάττωμα
a flaw or weakness that reduces the quality or effectiveness of something or someone
Παραδείγματα
Despite his many talents, his inability to delegate tasks was a significant shortcoming.
Παρά τα πολλά του ταλέντα, η αδυναμία του να αναθέτει εργασίες ήταν ένα σημαντικό μειονέκτημα.
The software 's biggest shortcoming is its lack of user-friendly design.
Το μεγαλύτερο μειονέκτημα του λογισμικού είναι η έλλειψη σχεδιασμού φιλικού προς τον χρήστη.
Λεξικό Δέντρο
shortcoming
short
coming



























