Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
short-sighted
01
μυωπικός, κοντόφθαλμος
only thinking about immediate benefits and not considering future consequences
Παραδείγματα
The company ’s short-sighted decision to cut research funding hurt its long-term growth.
Η μυωπική απόφαση της εταιρείας να κόψει τη χρηματοδότηση της έρευνας έβλαψε την μακροπρόθεσμη ανάπτυξή της.
His short-sighted approach to spending left him with no savings for emergencies.
Η μυωπική του προσέγγιση στις δαπάνες τον άφησε χωρίς αποταμιεύσεις για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης.
02
μυωπικός, κοντόφθαλμος
not able to clearly see the objects that are not at a very close distance to one
Dialect
British
03
μυωπικός, απερίσκεπτος
not given careful consideration



























