Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
short-lived
01
βραχύβιος, προσωρινός
existing or lasting for only a brief period before ending
Παραδείγματα
Their short-lived romance ended just as quickly as it began.
Η βραχύβια ρομαντική τους σχέση τελείωσε τόσο γρήγορα όσο και άρχισε.
The excitement over the new gadget was short-lived once its flaws became apparent.
Ο ενθουσιασμός για τη νέα συσκευή ήταν βραχύβιος μόλις έγιναν εμφανή τα ελαττώματά της.



























