Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
myopic
01
μυωπικός, ανίκανος να δει καθαρά μακρινά αντικείμενα
unable to see distant objects clearly
02
μυωπικός, στενόμυαλος
focusing only on the near future and ignoring long-term consequences
Παραδείγματα
His myopic view of the project led to several unforeseen problems.
Η μυωπική του άποψη για το έργο οδήγησε σε πολλά απρόβλεπτα προβλήματα.
The company ’s myopic strategy focused only on short-term gains.
Η μυωπική στρατηγική της εταιρείας επικεντρώθηκε μόνο σε βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Λεξικό Δέντρο
myopic
myope



























