Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Myrrh
01
μύρρο, αρωματική ρητινώδης κόμμι
a resinous aromatic gum obtained from certain tree species, often used in perfumes, incense, and traditional medicine
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μύρρο, αρωματική ρητινώδης κόμμι