Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shivery
01
τρομακτικός, φρικιαστικός
provoking fear terror
02
τρεμουλιαστός, ριγώδης
slightly trembling or shaking due to cold, illness, fear, etc.
Παραδείγματα
She felt shivery after standing in the rain.
Ένιωθε τρεμούλα αφού στάθηκε στη βροχή.
His voice was shivery from nervousness.
Η φωνή του ήταν τρεμουλιαστή από την αγωνία.
Λεξικό Δέντρο
shivery
shiver



























