Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Shiv
01
αυτοσχέδιο όπλο μαχαιρώματος, σπιτικό μαχαίρι
an improvised stabbing weapon, typically homemade from available materials
Παραδείγματα
The inmate was caught with a shiv in his pocket.
Ο κρατούμενος πιάστηκε με ένα shiv στην τσέπη του.
A shiv was used to threaten another prisoner.
Ένα shiv χρησιμοποιήθηκε για να απειλήσει έναν άλλο κρατούμενο.



























