Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
shambolic
01
χαοτικός, ακατάστατος
having a state of disorder and confusion
Παραδείγματα
The office was in a shambolic state after the unexpected power outage.
Το γραφείο βρισκόταν σε ακατάστατη κατάσταση μετά την απρόσμενη διακοπή ρεύματος.
The team ’s shambolic performance on the field led to a crushing defeat.
Η αποδιοργανωμένη απόδοση της ομάδας στο γήπεδο οδήγησε σε μια συντριπτική ήττα.



























