Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
seated
01
καθιστός, τοποθετημένος
positioned or settled in a seat or chair
Παραδείγματα
The seated audience listened attentively to the speaker.
Το καθιστό ακροατήριο άκουσε με προσοχή τον ομιλητή.
He greeted the seated guests as they arrived at the event.
Χαιρέτησε τους καθισμένους καλεσμένους καθώς έφταναν στην εκδήλωση.
Λεξικό Δέντρο
seated
seat



























