Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Seating
01
διάταξη θέσεων, υπηρεσία διάταξης θέσεων
the service of ushering people to their seats
02
καθίσματα, περιοχή καθισμάτων
an area that includes places where several people can sit
Λεξικό Δέντρο
seating
seat



























