Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Scruff
01
σβέρκος, πίσω μέρος του λαιμού
the back side of the neck
02
ατημέλητος, απεριποίητος
a person who appears messy or untidy
Dialect
British
Παραδείγματα
He showed up to the party looking like a scruff in wrinkled clothes.
Εμφανίστηκε στο πάρτι μοιάζοντας με ατημέλητο με τσαλακωμένα ρούχα.
She teased her brother for being a scruff in his old sweatshirt.
Πείραξε τον αδερφό της που ήταν ατημέλητος με το παλιό του φούτερ.
Λεξικό Δέντρο
scruffy
scruff



























