scruff
scruff
skrʌf
σκραφ
British pronunciation
/skɹˈʌf/

Ορισμός και σημασία του "scruff"στα αγγλικά

01

σβέρκος, πίσω μέρος του λαιμού

the back side of the neck
02

ατημέλητος, απεριποίητος

a person who appears messy or untidy
Dialectbritish flagBritish
InformalInformal
example
Παραδείγματα
He showed up to the party looking like a scruff in wrinkled clothes.
Εμφανίστηκε στο πάρτι μοιάζοντας με ατημέλητο με τσαλακωμένα ρούχα.
She teased her brother for being a scruff in his old sweatshirt.
Πείραξε τον αδερφό της που ήταν ατημέλητος με το παλιό του φούτερ.

Λεξικό Δέντρο

scruffy
scruff
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store