Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolhouse
01
σχολείο, σχολικό κτίριο
a small building, often in a village, that is used as a school
Παραδείγματα
Children gather every morning at the schoolhouse for lessons.
Τα παιδιά συγκεντρώνονται κάθε πρωί στο σχολικό κτίριο για τα μαθήματα.
The schoolhouse is equipped with modern technology for interactive learning.
Το σχολικό κτίριο είναι εξοπλισμένο με σύγχρονη τεχνολογία για διαδραστική μάθηση.
Λεξικό Δέντρο
schoolhouse
school
house



























