Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolmate
01
συμμαθητής, συνομήλικος
a person who attends or attended the same school as another
Λεξικό Δέντρο
schoolmate
school
mate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συμμαθητής, συνομήλικος
Λεξικό Δέντρο
school
mate