Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolkid
01
σχολόπαιδο, μαθητής
a child or young person who attends school, typically in primary or secondary education
Παραδείγματα
The playground was filled with excited schoolkids playing games during recess.
Η παιδική χαρά ήταν γεμάτη από ενθουσιασμένους μαθητές που έπαιζαν παιχνίδια κατά τη διάρκεια του διαλείμματος.
The teacher organized a field trip to the zoo to give the schoolkids a hands-on learning experience.
Ο δάσκαλος οργάνωσε μια εκδρομή στον ζωολογικό κήπο για να δώσει στους μαθητές μια πρακτική εμπειρία μάθησης.
Λεξικό Δέντρο
schoolkid
school
kid



























