Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolboy
01
σχολικός, μαθητής
a boy who is attending school, especially in primary or secondary education
Παραδείγματα
The schoolboy eagerly raised his hand to answer the teacher ’s question.
Ο μαθητής σήκωσε με ενθουσιασμό το χέρι του για να απαντήσει στην ερώτηση του δασκάλου.
He remembered his days as a schoolboy fondly, often thinking of his old friends.
Θυμήθηκε με αγάπη τις μέρες του ως σχολικός, συχνά σκεπτόμενος τους παλιούς του φίλους.
Λεξικό Δέντρο
schoolboyish
schoolboy
school
boy



























