Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolbook
01
σχολικό βιβλίο, εγχειρίδιο
a textbook used as part of a formal educational curriculum
Παραδείγματα
The teacher distributed the schoolbooks for the new semester to all the students in the class.
Ο δάσκαλος μοίρασε τα σχολικά βιβλία για το νέο εξάμηνο σε όλους τους μαθητές της τάξης.
The history schoolbook provided detailed accounts of past events for the students to study.
Το σχολικό βιβλίο ιστορίας παρείχε λεπτομερείς αναφορές για τα παρελθόντα γεγονότα για μελέτη από τους μαθητές.
Λεξικό Δέντρο
schoolbook
school
book



























