Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Schoolchild
01
σχολόπαιδο, μαθητής
a child who attends classes at a school
Παραδείγματα
The schoolchild carried a backpack full of books.
Ο μαθητής κουβαλούσε ένα σακίδιο γεμάτο βιβλία.
Every schoolchild in the area participates in the annual sports day.
Κάθε σχολικό παιδί στην περιοχή συμμετέχει στην ετήσια ημέρα αθλητισμού.
Λεξικό Δέντρο
schoolchild
school
child



























