Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
scared
01
φοβισμένος, τρομαγμένος
feeling frightened or anxious
Παραδείγματα
She was scared to walk alone in the dark.
Φοβόταν να περπατήσει μόνη στο σκοτάδι.
The loud noise made the children feel scared.
Ο δυνατός θόρυβος έκανε τα παιδιά να νιώσουν φοβισμένα.



























