Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rowdy
01
βάρβαρος, αγέλαστος
a cruel and brutal fellow
rowdy
01
θορυβώδης, ατίθασος
(of a person) noisy, disruptive, and often behaving in a disorderly or unruly way
Παραδείγματα
He was known as the rowdy kid in class, always causing a commotion.
Ήταν γνωστός ως το θορυβώδες παιδί στην τάξη, πάντα προκαλώντας αναστάτωση.
The rowdy crowd at the concert made it hard to hear the music.
Ο θορυβώδης κόσμος στη συναυλία έκανε δύσκολο να ακούγεται η μουσική.
02
θορυβώδης, ατακτος
(of a thing) lively, loud, and somewhat disorderly
Παραδείγματα
The kids had a rowdy game of tag in the backyard, with laughter and shouts echoing through the neighborhood.
Τα παιδιά έπαιξαν ένα θορυβώδες παιχνίδι κυνηγιού στην πίσω αυλή, με γέλια και κραυγές να ηχούν στη γειτονιά.
Their rowdy night out included dancing, loud music, and lots of laughter.
Η θορυβώδης βραδιά τους περιλάμβανε χορό, δυνατή μουσική και πολλά γέλια.
Λεξικό Δέντρο
rowdyism
rowdy



























