Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rowboat
01
βαρκούλα με κουπιά, βάρκα
a small, narrow boat propelled by oars
Παραδείγματα
His rowboat was equipped with sturdy oars and comfortable seating.
Η βαρκούλα του ήταν εξοπλισμένη με γερές κουπιά και άνετα καθίσματα.
They rowed the rowboat out to the middle of the lake to fish.
Κωπηλάτησαν τη βαρκούλα στη μέση της λίμνης για να ψαρέψουν.
Λεξικό Δέντρο
rowboat
row
boat



























