Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rower
01
κωπηλάτης, rower
a person who participates in the sport of rowing, propelling a boat through water using oars
Παραδείγματα
The rower powered through the water with strong, synchronized strokes.
Ο κωπηλάτης προχώρησε στο νερό με δυνατά και συγχρονισμένα χτυπήματα.
Every rower focuses on teamwork and precision to excel in competitions.
Κάθε κωπηλάτης επικεντρώνεται στην ομαδική εργασία και την ακρίβεια για να διακριθεί σε διαγωνισμούς.
Λεξικό Δέντρο
rower
row



























