Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rowback
01
οπισθοδρόμηση, αλλαγή απόφασης
the act of changing an earlier promise, decision, or statement so that it becomes entirely different
Λεξικό Δέντρο
rowback
row
back
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
οπισθοδρόμηση, αλλαγή απόφασης
Λεξικό Δέντρο
row
back