Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bastardly
01
άχρηστος, ευτελής
of no value or worth
02
νόθος, παράνομος
(of a person) associated with being born out of wedlock
Παραδείγματα
The bastardly child was treated poorly by society due to his illegitimate birth.
Το μπάσταρδο παιδί αντιμετωπίστηκε άσχημα από την κοινωνία λόγω της νόθας γέννησής του.
His bastardly origins were often used against him, despite his achievements.
Η νόθα καταγωγή του χρησιμοποιούνταν συχνά εναντίον του, παρά τα επιτεύγματά του.



























