LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bastardly
/bˈastədli/
/bˈæstɚdli/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "bastardly"
bastardly
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of no value or worth
02
born out of wedlock
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bastardized
bastardize
bastardization
bastardisation
bastard yellowwood
bastardy
bastardy proceeding
baste
baster
bastille
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App