Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bassoon
01
φαγκότο, ξύλινο πνευστό όργανο της οικογένειας των όμποε
a woodwind instrument of the oboe family consisting of a long wooden tube and a double reed
Λεξικό Δέντρο
bassoonist
bassoon
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
φαγκότο, ξύλινο πνευστό όργανο της οικογένειας των όμποε
Λεξικό Δέντρο