Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Accused
01
κατηγορούμενος, εναγόμενος
one or multiple people who are believed to have committed a crime in a law court
Παραδείγματα
The accused denied all charges, claiming he was innocent of the crime he was being blamed for.
Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος ότι ήταν αθώος για το έγκλημα που τον κατηγορούσαν.
The jury deliberated for hours before reaching a verdict for the accused, who stood nervously in the courtroom.
Οι ένορκοι συζήτησαν για ώρες πριν καταλήξουν σε μια απόφαση για τον κατηγορούμενο, που στεκόταν νευρικά στο δικαστήριο.



























