Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accusing
01
κατηγορητικός, μεμψίμοιρος
indicating a belief or judgement that someone has done something wrong or illegal
Παραδείγματα
She gave him an accusing look when she found out the truth.
Του έριξε μια κατηγορητική ματιά όταν ανακάλυψε την αλήθεια.
His accusing tone made everyone uncomfortable during the meeting.
Ο κατηγορηματικός του τόνος έκανε όλους να νιώθουν άβολα κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
accusingly
accusing
accuse



























