Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accursed
01
καταραμένος, καταδικασμένος
condemned to suffer or face misfortune as a result of supernatural punishment
Παραδείγματα
The accursed tomb was said to bring doom upon anyone who disturbed it.
Λέγεται ότι ο καταραμένος τάφος έφερνε καταστροφή σε όποιον τον διατάρασσε.
The accursed witch cursed the kingdom with eternal winter.
Η καταραμένη μάγισσα κατάρασε το βασίλειο με αιώνιο χειμώνα.
Λεξικό Δέντρο
accursed
accurse



























