Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
revolting
01
αηδιαστικός, σιχαμερός
extremely repulsive and disgusting
Παραδείγματα
The revolting conditions in the abandoned building were a health hazard.
Οι αηδιαστικές συνθήκες στο εγκαταλειμμένο κτίριο ήταν κίνδυνος για την υγεία.
His revolting behavior at the party, including rude and offensive remarks, made him the center of criticism.
Η απεχθής συμπεριφορά του στο πάρτι, συμπεριλαμβανομένων αγενών και προσβλητικών σχολίων, τον έκανε το κέντρο των επικρίσεων.
Λεξικό Δέντρο
revoltingly
revolting
revolt



























