Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
resolutely
01
αποφασιστικά, με αποφασιστικότητα
in a firm and determined manner
Παραδείγματα
Faced with adversity, she resolutely pursued her goals without wavering.
Αντιμέτωπη με τις δυσκολίες, ακολούθησε αποφασιστικά τους στόχους της χωρίς να διστάσει.
The team resolutely worked together to overcome obstacles and achieve success.
Η ομάδα εργάστηκε αποφασιστικά μαζί για να ξεπεράσει τα εμπόδια και να επιτύχει την επιτυχία.
Λεξικό Δέντρο
irresolutely
resolutely
resolute



























