Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
remotely
01
από απόσταση, εξ αποστάσεως
from a different location using digital communication or technology
Παραδείγματα
Most employees now work remotely at least part of the week.
Οι περισσότεροι εργαζόμενοι εργάζονται πλέον απομακρυσμένα τουλάχιστον μέρος της εβδομάδας.
She attends meetings remotely through video calls.
Παρίσταται σε συναντήσεις απομακρυσμένα μέσω βιντεοκλήσεων.
1.1
από απόσταση, απομακρυσμένα
from a distance, without being physically present or in direct contact
Παραδείγματα
The drone is operated remotely using a handheld controller.
Το drone λειτουργεί απομακρυσμένα χρησιμοποιώντας ένα χειριζόμενο χειριστήριο.
Smart thermostats can be adjusted remotely via smartphone.
Οι έξυπνοι θερμοστάτες μπορούν να ρυθμιστούν απομακρυσμένα μέσω smartphone.
Παραδείγματα
The cabin is remotely located deep in the forest.
Το καλύβι βρίσκεται απομακρυσμένα βαθιά στο δάσος.
They built the research station remotely in the Arctic.
Έχτισαν τον ερευνητικό σταθμό απομακρυσμένα στην Αρκτική.
02
ούτε στο ελάχιστο, καθόλου
in the slightest degree, usually used with negatives
Παραδείγματα
She was n't remotely interested in their gossip.
Δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τις κουτσομπολιές τους.
I do n't find that idea remotely convincing.
Δεν βρίσκω αυτή την ιδέα ούτε στο ελάχιστο πειστική.
Λεξικό Δέντρο
remotely
remote



























