Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
remindful
01
υπενθυμιστικός, αναμνηστικός
having the quality of bringing something to mind or causing someone to remember
Παραδείγματα
The old house was remindful of their childhood days.
Το παλιό σπίτι ήταν υπενθυμιστικό των παιδικών τους ημερών.
The speech was remindful of the struggles they had faced.
Η ομιλία ήταν υπενθυμιστική των αγώνων που είχαν αντιμετωπίσει.
Λεξικό Δέντρο
remindful
mindful
mind



























