Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
remediable
01
διορθώσιμος, θεραπεύσιμος
(of a disease or problem) capable of being treated or solved
Παραδείγματα
By taking the necessary steps, the damage to the system was eventually remediable.
Παίρνοντας τα απαραίτητα βήματα, η ζημιά στο σύστημα ήταν τελικά διορθώσιμη.
The doctor assured him that the disease was remediable with the right medication.
Ο γιατρός τον διαβεβαίωσε ότι η ασθένεια ήταν θεραπεύσιμη με το σωστό φάρμακο.
Λεξικό Δέντρο
irremediable
remediable
remedy



























