Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to remarry
01
ξαναπαντρεύομαι, παντρεύομαι ξανά
to marry again after the death of a previous spouse or after a divorce
Intransitive
Παραδείγματα
After her divorce, she decided to remarry and found love again.
Μετά το διαζύγιό της, αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί και βρήκε ξανά αγάπη.
He remarried several years after the passing of his first wife.
Ξαναπαντρεύτηκε αρκετά χρόνια μετά το θάνατο της πρώτης του γυναίκας.
Λεξικό Δέντρο
remarry
marry



























