Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Accouterment
01
αξεσουάρ, εξοπλισμός
an additional item or clothing for a specific activity
Παραδείγματα
The soldier 's uniform was complete with all necessary accouterments, including a helmet, rifle, and canteen.
Η στολή του στρατιώτη ήταν πλήρης με όλα τα απαραίτητα αξεσουάρ, συμπεριλαμβανομένου κράνος, τουφέκι και φλασκί.
She meticulously organized her kitchen drawers, ensuring that every utensil and cooking accouterment had its designated place.
Οργάνωσε μεθοδικά τα συρτάρια της κουζίνας της, διασφαλίζοντας ότι κάθε σκεύος και αξεσουάρ μαγειρικής είχε την καθορισμένη του θέση.
Λεξικό Δέντρο
accouterment
accouter



























