Accouter
volume
British pronunciation/ɐkˈuːtə/
American pronunciation/ɐkˈuːɾɚ/
accoutre

Ορισμός και Σημασία του "accouter"

to accouter
01

to provide with outstanding clothing and equipment

accouter

v

accoutered

adj

accoutered

adj

accouterment

n

accouterment

n
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store