Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
accountable
01
υπεύθυνος, που ευθύνεται για τις πράξεις του
responsible for one's actions and prepared to explain them
Παραδείγματα
As a public official, she is accountable to the citizens for her decisions.
Ως δημόσια υπάλληλος, είναι υπεύθυνη για τις αποφάσεις της απέναντι στους πολίτες.
Employees are accountable for completing their assigned tasks on time.
Οι εργαζόμενοι είναι υπεύθυνοι για την ολοκλήρωση των ανατεθέντων εργασιών τους εγκαίρως.
Λεξικό Δέντρο
accountability
unaccountable
accountable
account



























