Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
rectilinear
01
ευθύγραμμος, γραμμικός
moving in or forming a straight line or composed of straight lines
Παραδείγματα
The path was rectilinear, with no curves.
Το μονοπάτι ήταν ευθύγραμμο, χωρίς καμπύλες.
The building 's design was rectilinear and simple.
Ο σχεδιασμός του κτιρίου ήταν ευθύγραμμος και απλός.



























