Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Rectitude
01
ορθότητα, εντιμότητα
the quality of behaving and acting with strong moral values
Παραδείγματα
The judge is respected for her impeccable rectitude and fairness in interpreting the law.
Ο δικαστής γεωργεί σεβασμό για την άψογη εντιμότητά του και τη δικαιοσύνη στην ερμηνεία του νόμου.
It takes courage and rectitude to stand up for one's principles in the face of opposition.
Απαιτείται θάρρος και εντιμότητα για να υπερασπιστεί κανείς τις αρχές του απέναντι στην αντιπολίτευση.



























