Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
recrudescent
01
επαναλαμβανόμενος
(of an unpleasant or harmful thing) happening again, often after a period of improvement
Λεξικό Δέντρο
recrudescent
recrudesce
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
επαναλαμβανόμενος
Λεξικό Δέντρο